-
1 καταγραφή
[катаграфи] ουσ. θ. записьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταγραφή
-
2 регистрация
1. (запись) η καταγραφή 2. (установление наличия сигнала, изменений величины и т.п.) η ανίχνευση ί 3. (получение записи сигнала) η εγγραοχφή, η καταγραφή· - голограмм - του μετώποα>υ των κυμάτων (του ολογράμματος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регистрация
-
3 регистрация
регистрация ж η καταγραφή; η καταχώρηση (брака, рождения и т. п.)* * *жη καταγραφή; η καταχώρηση (брака, рождения и т. п.) -
4 учёт
учёт м 1) ο υπολογισμός; вести \учёт κρατώ λογαριασμό 2) (регистрация) η καταγραφή· стать на \учёт εγγράφομαι (στον κατάλογο)* * *м1) ο υπολογισμόςвести́ учёт — κρατώ λογαριασμό
2) ( регистрация) η καταγραφή -
5 регистрация
-и θ.καταχώρηση εγγραφή καταγραφή•регистрация депутатов η καταγραφή των βουλευτών (αντιπροσώπων)•
регистрация брака εγγραφή του γάμου (στο ληξιαρχείο).
-
6 геометризация
(месторождений) η καταγραφή/συστηματοποίηση στοιχείων των κοιτασμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геометризация
-
7 глубиномер
ο μετρητής βάθουςрегистрирующий с.-х. - με καταγραφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубиномер
-
8 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
9 молокомер
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молокомер
-
10 озвучивание
1. (применение ультразвука для дефектоскопии, гидролокации и т.п.) η ανίχνευση με υπερήχους 2. кфт. η καταγραφή ή η αναπαραγωγή του ήχου (του βουβού κινηματογράφου ή των κινουμένων σχεδίων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > озвучивание
-
11 описание
1. (изображение чего-л. средствами языка) η περιγραφή 2. (перечень) η καταγραφή, ο κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > описание
-
12 опись
η απογραφή, η καταγραφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опись
-
13 перепись
η καταγραφή, (населения) η απογραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перепись
-
14 плювиограф
το βροχόμετρο με καταγραφή, ο βροχογράφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плювиограф
-
15 потенциометр
το ηλεκτροδυναμόμετρο, το ποτενσιόμετρο, ο ρυθμιστής της τάσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потенциометр
-
16 учёт
1. (установление наличия кого-, чего-л. путем подсчёта, описи) о λογα-ριασμ/ός, ο υπολογισμός, η καταγραφή, η απογραφήη καταμέτρηση2. (бухгалтерский) о λογιστικός έλεγχοςη (λογιστική) έκθεσηпроизводить - κάνω υπολογισμό, κάνω έλεγχοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учёт
-
17 опись
описьж (список) ἡ καταγραφή:\опись иму́щества юр. ἡ κατάσχεση [-ις]. -
18 перепись
переписьж ἡ καταγραφή / ἡ ἀπογραφή (населения). -
19 переучет
переучетм1. (товаров) ἡ ἀπογραφή, ἡ καταγραφή·2. (векселей) ἡ ἀναπροε-ξόφληση [-ις]. -
20 регистрация
регистр||а́цияж ἡ καταχώρηση[ν], ἡ καταγραφή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταγραφή — drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… … Dictionary of Greek
καταγραφή — η αναγραφή διάφορων αντικειμένων, καταχώριση, εγγραφή: Έγινε καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγραφῇ — καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφῆι , καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῆι — καταγραφῇ , καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφῇ , καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουόγραμμα — Καταγραφή της ακουστικής ικανότητας ενός ατόμου με γραφική παράσταση αποτελεσμάτων ακουομετρικής εξέτασης … Dictionary of Greek
καταγραφαῖς — καταγραφή drawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφαί — καταγραφή drawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφήν — καταγραφή drawing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῶν — καταγραφή drawing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)